ντουμπλάρω

ντουμπλάρω
ντουμπλάρισα, ντουμπλαρίστηκα, ντουμπλαρισμένος
1. αντικαθιστώ ηθοποιό σε μια σκηνή κινηματογραφικού έργου.
2. αντικαθιστώ τη φωνή ηθοποιού σε μια κινηματογραφική ταινία.
3. φοδράρω. Ουσ. ντουμπλάρισμα, το.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ντουμπλάρω — ντουμπλάρω, ντούμπλαρα και ντουμπλάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ντουμπλάρω — 1. καλύπτω το εσωτερικό ενός ενδύματος με ύφασμα, φοδράρω 2. αντικαθιστώ έναν ηθοποιό σε ρόλο ή αντικαθιστώ τη φωνή ενός ηθοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. doubler «διπλασιάζω, φοδράρω» < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»] …   Dictionary of Greek

  • ντουμπλάρισμα — το [ντουμπλάρω] το αποτέλεσμα τού ντουμπλάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”