- ντουμπλάρω
- ντουμπλάρισα, ντουμπλαρίστηκα, ντουμπλαρισμένος1. αντικαθιστώ ηθοποιό σε μια σκηνή κινηματογραφικού έργου.2. αντικαθιστώ τη φωνή ηθοποιού σε μια κινηματογραφική ταινία.3. φοδράρω. Ουσ. ντουμπλάρισμα, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.